- ξεθολώνω
- ξεθόλωσα, ξεθολώθηκα, ξεθολωμένος1. μτβ., κάνω κάτι από θολό να γίνει καθαρό, διαυγές.2. αμτβ., γίνομαι καθαρός, διαυγής: Ξεθόλωσε το νερό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.