ξεθολώνω

ξεθολώνω
ξεθόλωσα, ξεθολώθηκα, ξεθολωμένος
1. μτβ., κάνω κάτι από θολό να γίνει καθαρό, διαυγές.
2. αμτβ., γίνομαι καθαρός, διαυγής: Ξεθόλωσε το νερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεθολώνω — ξεθολώνω, ξεθόλωσα, ξεθολωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεθολώνω — 1. καθιστώ διαυγές κάτι που πριν ήταν θολό, διαυγάζω 2. γίνομαι διαυγής από θολός («ξεθόλωσε το κρασί) 3. μτφ. ξεζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”